προφυλακίζω

προφυλακίζω
Ν
1. φυλακίζω με δικαστική απόφαση έναν κατηγορούμενο ώσπου να διεξαχθεί η δίκη του
2. (ρηματ. επίθ.) προφυλακιστέος, -α, -ο
(στη φρ.) «κρίνεται [ή κρίθηκε] προφυλακιστέος» — αποφασίζεται ή αποφασίστηκε από την αρμόδια δικαστική αρχή ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να προφυλακιστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + φυλακίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ἑλληνικούς Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προφυλακίζω — προφυλακίζω, προφυλάκισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προφυλακίζω — προφυλάκισα, προφυλακίστηκα, προφυλακισμένος, φυλακίζω κάποιον προληπτικά πριν από τη δίκη: Ο ανακριτής διάταξε να προφυλακιστεί ο κατηγορούμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προ- — α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση πρό. Το προ συντίθεται με ονόματα, ρήματα και, σπανιότερα, με επιρρήματα και προσδίδει βασικά τη σημ. τής προτεραιότητας ως προς τον τόπο, τον χρόνο ή την τάξη …   Dictionary of Greek

  • προφυλάκιση — Είναι η προληπτική κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι την ημέρα της ποινικής δίκης. Στην π. διακρίνεται η τοποθέτηση δύο μεγάλων αρχών που διέπουν την ποινική δικαιοδοσία του κράτους: της αρχής της προσωπικής ελευθερίας, που πρέπει να χαίρεται και… …   Dictionary of Greek

  • προφυλακιστέος — α, ο, Ν βλ. προφυλακίζω …   Dictionary of Greek

  • προφυλάκιση — η η ενέργεια του προφυλακίζω, προληπτική φυλάκιση πριν από τη δίκη: Διατάχτηκε η προφυλάκισή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”